συνεκπονώ

συνεκπονώ
-έω, Α [ἐκπονῶ]
1. εκπονώ, εκτελώ συγχρόνως («τῷ θανόντι χάριτα δεῑ συνεκπονεῑν», Ευρ.)
2. συνεργώ, συμπράττω σε κάτι
3. συμπράττω στην υποστήριξη, συνυποστηρίζω
4. παρέχω τη μέγιστη δυνατή βοήθεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”